Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Αχιλλέας Βιλλιώτης - «ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ»

Αχιλλέας Βιλλιώτης -  «ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ  ΣΤΗΝ  ΑΛΒΑΝΙΑ»




 Αφηγήσεις του Σαλαμίνιου συντοπίτη μου  για τη συμμετοχή του στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940.




 Ο κ. Αχιλλέας Π. Βιλλιώτης(1918-2007) ήταν ένα γνωστό και σεβαστό πρόσωπο του νησιού της Σαλαμίνας.

Πολέμησε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 στην Αλβανία και τιμήθηκε με μια ξεχωριστή ηθική αμοιβή, η οποία απονέμεται, όχι με κριτήριο το βαθμό του στρατιωτικού, αλλά με βάση την αξία του και τον ηρωισμό που επέδειξε στο πεδίο της μάχης. Του απονεμήθηκε ο Πολεμικός Σταυρός  «δια την ηρωϊκήν του προσπάθειαν κατά τας επιχειρήσεις».

Τον κ. Αχιλλέα Βιλλιώτη τον επισκέφτηκα σπίτι του για να καταγράψω τις αναμνήσεις του από τη συμμετοχή του στον πόλεμο. Για δύο συνεχείς κρύες νύχτες του χειμώνα (29-30 / 1 /2001) μου αφηγούταν τα δραματικά αλλά  ηρωικά γεγονότα εκείνης της εποχής. Η πορεία προς το μέτωπο, οι δύσκολες συνθήκες, τα συναισθήματα, οι μάχες, η ανδρεία, η υπερήφανη επιστροφή. Αφηγήσεις γλαφυρές, ζωντανές, που θα μπορούσαν να γεμίσουν ένα ολόκληρο βιβλίο. Αφηγήσεις που θυμίζουν το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» του Οδυσσέα Ελύτη. Απ’ αυτές επέλεξα και σας παρουσιάζω κάποια κομμάτια, έτσι σαν αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Δεκανέα Βιλλιώτη Αχιλλέα (οι τίτλοι δικοί μου):


                                     Η πορεία προς το μέτωπο

«Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος εγώ υπηρετούσα στο 34ο Σύνταγμα Αθηνών ως κληρωτός. Ανήκα στον 7ο λόχο του 2ου τάγματος. Από ’κει ξεκινήσαμε για την Αλβανία. Καθυστερήσαμε, όμως, για 15 ημέρες, περίπου, στην Ελευσίνα προκειμένου να μας χρησιμοποιήσουν ως φρουρά του Αεροδρομίου. Ατμοπλοϊκώς από τον Πειραιά φτάσαμε στο Μεσολόγγι. Από ΄κει αρχίζουν οι ταλαιπωρίες, πορείες και βάδισμα από πόλη σε πόλη, κάθε νύχτα, με φορτίο στην πλάτη μας εκτός από το όπλο και τα 90 φυσίγγια, κουβέρτες, χλαίνη κι όλα τα προσωπικά μας είδη. Κάθε νύχτα κάναμε 25-30 χιλιόμετρα πορεία. Αφήσαμε πίσω μας Αγρίνιο, Άρτα και Γιάννενα, όπου εκεί ανακάλυψα και την πρώτη μου ψείρα. Στις 5 Δεκεμβρίου 1940 φτάσαμε στα σύνορα της Αλβανίας.».


                                               Στο Λιμπόχοβο

«Ο λόχος μας κάπου χάθηκε και μπήκαμε από άλλο σημείο στην Αλβανία, στο ελληνικό χωριό Λιμπόχοβο, έξω από το Αργυρόκαστρο. Μας είδε ένα γέρος με ρώσικο καπέλο και μόλις άκουσε ελληνικά, άρχισε απ’ τη χαρά του να φωνάζει στα αρβανίτικα να βγουν όλοι έξω να μας υποδεχτούν. Μείναμε ένα βράδυ εκεί. Μας δώσανε ρούχα. Ο Πρόεδρος του χωριού, όσοι είμαστε, τόσα αρνιά έσφαξε να μας φιλέψει. Μετά ήρθε το κυρίως σώμα. Πήγαμε στο σχολείο του χωριού, παρουσιάσαμε τα όπλα, κατεβάσαμε την ιταλική σημαία και βάλαμε την ελληνική. Την επομένη ξεκινήσαμε και τραβήξαμε για  το Αργυρόκαστρο.».


                                              Στο Αργυρόκαστρο

«Φτάσαμε σε 2 ημέρες από το Λιμπόχοβο στο Αργυρόκαστρο χωρίς σχεδόν μάχη. Ήμασταν 3 ημέρες νηστικοί και πέφτουμε πάνω σ’ ένα χωράφι με πράσα. Βουτήξαμε τα πράσα… Νερό ήπιαμε από ’κει που πίνουνε τα άλογα. Ανακαλύψαμε και μερικές κυψέλες με μέλι. Τις σπάσαμε, φάγαμε και μέλι…

Μέχρι εδώ χιόνι καθόλου, βροχή αρκετή. Βρήκαμε ένα ημιυπόγειο, μπήκαμε μέσα. Κάναμε χαρά, γιατί ήταν γεμάτο με φλούδια από καλαμπόκι τα οποία είχαν σχηματίσει ένα φυσικό στρώμα. Θα κοιμόμαστε στα μαλακά και στα ζεστά. Ανάψαμε φωτιά.

 Μόλις χάραξε, ο κόσμος του Αργυροκάστρου είχε βγει έξω στους δρόμους, έρχεται ένας αξιωματικός και μας λέει: “Ποιος ξέρει αρβανίτικα; Να πει εδώ στους χωριανούς να μας οδηγήσουν στο Μπιτσάρι”. Εγώ πράγματι πήγα, βρήκα τρεις -τέσσερις άντρες και τους μίλησα, μισά αρβανίτικα μισά ελληνικά. Στην αρχή βρήκα έναν μεσήλικα άντρα για να μας οδηγήσει στο Μπιτσάρι, αλλά αυτός, δικαιολογημένα, με παρακάλεσε να τον αντικαταστήσω με έναν νεότερο, για οδηγό. Έτσι κι έγινε. Ο παππούς αυτός ευχαριστημένος όπως ήταν μου έφερε ένα ταψί ψωμί (μπομπότα). Σε λίγα λεπτά είχε μοιραστεί σε όλους τους άντρες σαν αντίδωρο. Φύγαμε λοιπόν και μετά από μια μέρα ανεβήκαμε στο Μπιτσάρι.».
 

                                                   
                                                     Στο Μπιτσάρι

«Στο Μπιτσάρι, που βρισκόταν, σε 1500 μέτρα υψόμετρο, φτάσαμε βρεγμένοι, ταλαιπωρημένοι, νηστικοί, κακομοίρηδες. Εκεί πάψαμε να έχουμε επαφή με το χώμα. Εγώ από τότε, για 4 μήνες, δεν ξανάδα χώμα. Μόνο χιόνι. Από ένα μέτρο και πάνω.».



                                             Μάχες με τους Ιταλούς

«Μετά από την πρώτη επαφή με τους Ιταλούς, ανεβήκαμε στα υψώματα του Τεπελενίου σε ύψος 1580 μέτρα συνεχίζοντας την προέλασή μας. Εκεί ήρθαμε σε κανονική μάχη με τον εχθρό με πολλές απώλειες (σκοτωμένοι από ιταλικές σφαίρες, κρυοπαγήματα, αγνοούμενοι). Το κέρδος μας ασήμαντο. Σ’ όλη αυτήν την αναμπουμπούλα της μάχης άλλος έχασε το κράνος άλλος το όπλο του… Η διαταγή όμως του λοχαγού ήταν: «Κυνηγήστε τους (τους Ιταλούς) μαζί με τους άλλους φωνάζοντας ΑΕΡΑ»! Έτσι κι έγινε.

Μετά τη μάχη κατεβήκαμε πιο κάτω σε κάτι παλιόσπιτα και κοιμηθήκαμε 60 άτομα σ’ ένα δωμάτιο 4Χ4. Την άλλη ημέρα ανεβήκαμε στο ίδιο υψόμετρο περίπου και βαδίζαμε ακριβώς απάνω στην ατέλειωτη οροσειρά του Τεπελενίου.

Ήταν παραμονή του Αγ. Ελευθερίου βράδυ. Σκάβαμε μέσα στο χιόνι για να βρούμε στέρεο έδαφος για να στήσουμε το αντίσκηνο και να ξεκουραστούμε, γιατί το πρωί καινούρια επαφή με τον εχθρό μας περίμενε…  Νερό δεν είχαμε να πιούμε. Με το χιόνι ξεδιψάγαμε, με το χιόνι πλενόμαστε.

Έγινε μια μικρή μάχη εκεί με τους Ιταλούς. Υποχώρησαν οι Ιταλοί, πιάσαμε έτσι στα αρπαχτά, τάκα - τάκα, 13 αιχμαλώτους και ξαναγυρίσαμε στη βάση μας. Τους αιχμαλώτους από την ώρα που τους πιάναμε γινόντουσαν φίλοι μας, Όμως αυτή τη φορά κάποιος δικός μας στρατιώτης ενός απ’ αυτούς του ’χε πάρει ό,τι είχε πάνω του, τα λεφτά, ακόμα και τη φωτογραφία της γυναίκας του. Τον βλέπω εγώ και του λέω: «Ρε δώσε του ανθρώπου τη φωτογραφία της γυναίκας του. Τι του την πήρες; Τι την θέλεις εσύ; Α στο διάολο απ’ εδώ!» Κι έτσι του την έδωσε πίσω.

Μας λένε θα δεχτούμε επίθεση από τους Ιταλούς και πρέπει να ανέβουμε στο ύψωμα για να πολεμήσουμε. Περιμέναμε να μας πούνε τη θέση που θα πάρουμε.».






                                          Χριστουγεννιάτικη νύχτα

«Ήτανε προπαραμονή των Χριστουγέννων. Ανακαλύψαμε μια τρύπα που έβγαζε νερό. Φεύγουμε, εγώ, ο Γιάννης ο Μπερής, ο Τάσος ο Καραγιάννης (Τασοδαίμων) και κάποιοι άλλοι Κουλουριώτες(= Σαλαμίνιοι) και πάμε να πάρουμε νερό. Στην επιστροφή χαθήκαμε.

Στο διάστημα που είχαμε πάει για νερό, επειδή ετοιμαζόμαστε για μάχη το πρωί με τους Ιταλούς, λέει ο Αντισυνταγματάρχης  Παυσανίας Κατσώτας του ταγματάρχη: «Τι μου τους έφερες βρε εδώ; Αύριο το πρωί δεν θα έχω ούτε έναν, θα μου έχουν πεθάνει όλοι από το κρύο. Πάρ’ τους κατέβασέ τους πιο χαμηλά και  θα τους ανεβάσεις τα χαράματα στις 4 με 5 η ώρα.».

Εμείς, από την άλλη, είχαμε πιάσει μια κατηφόρα, νύχτα ήταν, και δεν ξέραμε που πηγαίναμε. Να ανάβαμε φωτιά για να μας βρούνε οι δικοί μας, φοβόμαστε μη μας δουν και οι Ιταλοί και μας ρίξουνε. Εγώ είχα την ατυχία να μην έχω το όπλο μου. Το είχα δώσει σ’ έναν μουλαρά γιατί είχα κουραστεί από το βάρος και θα το έπαιρνα όταν θα επιστρέφαμε από την πηγή που είχαμε πάει για να πάρουμε νερό. Εμείς χαθήκαμε κι έτσι ήμουν και χωρίς όπλο. Οι άλλοι είχανε όπλα.

Κάτσαμε λοιπόν να ξημερώσει.

Είχαμε κάτσει γύρω-γύρω από ένα έλατο κι είχαμε βγάλει τα κράνη μας και τα χρησιμοποιήσαμε για κάθισμα και περιμέναμε να ξημερώσει. Πότε ξημέρωνε μια χριστουγεννιάτικη νύχτα. Ήμασταν και νηστικοί. Προπαραμονή των Χριστουγέννων κι ενώ ετοιμαζόμαστε για μάχη, μας είχαν δώσει για φαγητό τεσσεράμισι σύκα! Ξαναχιόνισε πάλι και είχαν σβήσει και τα χνάρια μας  αλλά και το μονοπάτι.

Μέσα απ’ το σκοτάδι μας πλησίασαν δυο τσολιάδες του 42ου Συντάγματος. Είχαν χαθεί κι αυτοί. Αποφάσισα να πάω μαζί  τους, να κάνουμε μια τελευταία προσπάθεια μήπως και βρούμε το μονοπάτι. Ξεκινήσαμε, χωριστήκαμε κι αρχίσαμε να ψάχνουμε. Κάποια στιγμή, μόνος ήμουν μέσα στη νύχτα, κόβεται μια χιονοστιβάδα σα μαχαίρι. Λέω, ρε Παναγία μου δε με βρίσκει μια βόμβα, μια σφαίρα να με σκοτώσει… Σε τέτοια κατάσταση ήμουν… Για καλή μου τύχη βρίσκω ένα καλώδιο και το ακολούθησα. Λέω ή στους Ιταλούς θα πάω τώρα ή στους Έλληνες. Ακολούθησα το καλώδιο και με έβγαλε ακριβώς στη σκηνή του Κατσώτα. Μου λέει ο Κατσώτας: «Που είσαστε ρε; Σας έχουμε αγνοούμενους!»
Γύρισα λοιπόν στο κονάκι μου κι έστειλαν κι έφεραν και τους άλλους. Με περιμένανε 32 γράμματα… Φάγαμε μανέστρα νερόβραστη, δεν είχαμε τι άλλο να φάμε.»


                                         Ο πυροβολισμός

«Ήρθε η μέρα του Αϊ Γιαννιού, 7 Ιανουαρίου. Μετακινηθήκαμε πάλι για ανασύνταξη, γιατί είχαμε αποδεκατιστεί. Θα πηγαίναμε σ’ ένα χωριό απέναντι από το Αργυρόκαστρο, Νόκοβο λεγότανε. Περάσαμε τη μεγάλη χτιστή γέφυρα του Αργυροκάστρου. Εκεί συνάντησα κι έναν άλλο συμπατριώτη μου, τον Νικηφόρο τον Καλογιάννη. Φώναξε αυτός: «Ρε παιδιά απ’ την Κούλουρη είναι κανείς;».

Προσωρινά μ’ είχε βάλει ο λοχαγός, γι’ αυτό το βράδυ, και ήμουν υπεύθυνος στα μουλάρια με τα οποία κουβαλάγαμε τις σφαίρες, άλλα πολεμοφόδια και τα μαγειρικά κι άλλα σκεύη. Φτάσαμε στο Αργυρόκαστρο και περάσαμε το ποτάμι για να βγούμε απέναντι. Ήταν 2-3 χαράματα και περιμέναμε να ξημερώσει, να φέξει. Βλέπαμε από μακριά ένα φωτάκι αλλά δεν ξέραμε τι ήταν. Εγώ λέω: «Παιδιά θα πάρω αυτή τη χαράδρα και θα πάω εκεί σ’ αυτό το φως. Εάν ακούσετε πιστολιά να ακολουθήσετε αυτό το δρόμο, γιατί θα σημαίνει ότι βρήκαμε το τάγμα. Πράγματι έφτασα και βρήκα το χωριό, το Νόκοβο. Πιο δίπλα ήταν ένα άλλο χωριό η Ερίντη.

Αφού βρήκα το χωριό πυροβόλησα κι έτσι ήρθαν κι οι άλλοι. Όσοι ώρα έλειπα εγώ, ο ταγματάρχης τους είχε απαγορεύσει να ανάψουνε φωτιά ή να πυροβολήσουνε. Μόλις λοιπόν πυροβόλησα εγώ ο ταγματάρχης, έξω φρενών, ζήταγε να μάθει ποιος ήταν αυτός που πυροβόλησε. Μου λένε οι άλλοι: «Μη λες ότι ήσουνα εσύ». Εγώ νόμιζα ότι είχα κάνει ανδραγάθημα. Κι έτσι πήγα ο ίδιος στον ταγματάρχη, στο δωμάτιό του και τον είδα να κάθεται σταυροπόδι, κουρασμένος ύστερα  από 30 ώρες πορεία. Μπαίνω μέσα και παρουσιάστηκα ότι ήμουν αυτός που πυροβόλησα. Μου έδωσε ένα χαστούκι. Αυτή ήταν η αμοιβή μου! Την άλλη μέρα έμαθε ποιος ήμουνα και με τον τρόπο του έδειξε ότι είχε μετανιώσει .»



                                           Στο Β΄ Φυλάκιο

«Φύγαμε από το Νόκοβο και βαδίσαμε ακόμα πιο δυτικά προς τις όχθες του Αώου, απέναντι από τα Τρία Αυγά. Είχαμε αμυντικό αγώνα. Μας χώριζε μια χαράδρα, 150 μέτρα απόσταση, από τους Ιταλούς. Εκεί ήμασταν στο Β΄ Φυλάκιο. Άμα ήθελε ο λοχαγός να τιμωρήσει κανένανε του έλεγε: «Κερατά θα σε στείλω στο Β΄ Φυλάκιο». Οι συνθήκες εκεί ήταν: άμυνα μέχρι εσχάτων, περίπολο κάθε 3 ώρες, φαγητό μια φορά την εβδομάδα…».






                                        Το θάψιμο των νεκρών

«Με βάζει ο ανθυπολοχαγός να θάψω τους νεκρούς μας. Κανείς από τους συναδέλφους μου δεν τολμούσε να πάει. Εγώ, παρόλο που ήμουνα ο μικρότερος σε ηλικία, εκτέλεσα την διαταγή για την πολύ μακάβρια αυτή πράξη. Σκάψαμε κυριολεκτικά με τα νύχια σ’ ένα βραχώδες έδαφος. Τους είχανε φάει και οι λύκοι, τρεις ήταν. Τους θάψαμε έτσι, χωρίς όνομα, μ’ ένα ξύλινο σταυρό…».  



                                               Η υποχώρηση

«Απρίλιος 1941. Άρχισε η υποχώρηση από τα υψώματα του Τεπελενίου. Φεύγοντας βάζαμε συρματοπλέγματα με ξύλινους πασσάλους για να εμποδίσουμε τους Ιταλούς και να τους καθυστερήσουμε ώστε να μη μπορούν εύκολα να μας ακολουθήσουν. ».


                                           Πάσχα στην Κακαβιά

«Μεγάλο Σάββατο. Φτάνουμε στην Κακαβιά. Ξημέρωνε Κυριακή του Πάσχα.

Πήγαμε σε μια εκκλησία εκεί στο χωριό και ακούσαμε το Χριστός Ανέστη. Κυριακή απόγευμα μας διαβάσανε την ημερησία διαταγή:
«Σπουδαία γεγονότα λαμβάνουν μέρος στην Αθήνα ίνα τελειώσει ο πόλεμος.»

Ζήτω! Εμείς. Χαρά μεγάλη. Φαΐ φάρε, μόνο λιγάκι χαλβά!


                                                Πάλι στην Αλβανία

«Δευτέρα του Πάσχα, 21 Απριλίου. Μια μέρα ηλιόλουστη, καλοκαιρινή. Διαταγή: «Η 4η διμοιρία θα μπει πάλι μέσα στην Αλβανία, κοντά στα σύνορα, να πάει στη θέση που εγκατέλειψε ο 5ος λόχος γιατί τρελάθηκε ο λοχαγός.» Πήγαμε. Μπήκαμε σ’ ένα μικρό χαράκωμα που χώραγε τρία άτομα. Καταλάβαμε χαρακώματα που τα είχαν εγκαταλείψει οι δικοί μας και ήμασταν έτοιμοι για να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό, τους Ιταλούς. Ήμασταν στη πρώτη γραμμή, σε θέση αναπνοής από τον Ιταλό…»



                                           Ο πόλεμος τελείωσε…

«Ξημερώματα ακούμε τη σάλπιγγα. Παύσατε πυρ. Παύσατε πυρ. Μας λέει ο ταγματάρχης: “Ακούτε, για μας ο πόλεμος τελείωσε. Από στιγμή σε στιγμή περιμένουμε να ’ρθουνε  οι Γερμανοί να μας δούνε ότι κι αυτή τη στιγμή είμαστε νικητές. Είμαστε μέσα στην Αλβανία! Όταν δείτε τους Γερμανούς θα σηκωθείτε όρθιοι στις θέσεις σας. Δεν θα χαιρετήσετε. Άμα δείτε Ιταλό να σηκωθεί όρθιος δε θα τον πυροβολήσετε. Την ίδια εντολή έχουν κι αυτοί”. Χαρά εμείς, ο πόλεμος τελείωσε…

Πριν όμως έρθουνε οι Γερμανοί, που φτάσανε το βράδυ αντί το πρωί, ενώ είχαμε φιλοφροσύνες μεταξύ μας (Buono Greco, Buono Italiano), από παρεξήγηση όμως αρχίζει μια μάχη από το πρωί ως το βράδυ, η χειρότερη των 6 μηνών. Ένας φίλος μου αξιωματικός του Πυροβολικού μου είπε όταν συναντηθήκαμε: “Ρίξαμε τόσα βλήματα όσα δεν ρίξαμε στους έξι μήνες πολέμου.”».  



                                                 Η επιστροφή

«Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε πίσω στην Ελλάδα, στις 21 Απριλίου, με τα πόδια. Φτάσαμε στα Γιάννενα. Κοιμηθήκαμε σ’ ένα ερειπωμένο, από βομβαρδισμό, σπίτι. Την άλλη μέρα φύγαμε. Με τα πόδια πάλι. Φτάσαμε και στην Άμφισσα. Μείναμε εκεί δυο μέρες. Έγινε ένας βομβαρδισμός εκεί από τους Γερμανούς. Κρυφτήκαμε σε μια χαράδρα. Εγώ είχα και 40 πυρετό.

Εκεί ήταν κάτι κοριτσόπουλα, οι οποίες φλερτάρανε έναν αξιωματικό. Καθαρίζανε πορτοκάλια και τον κερνάγανε. Λέει μια απ’ αυτές για μένα: «Τον άρρωστο θα τον πάρω σπίτι μου.» Έτσι κι έγινε. Με πήρε και με πήγε σπίτι της. Είχε ένα αδερφό. Με βάλανε σ΄ ένα δωμάτιο. Μου φτιάξανε ένα ζεστό, μου φέρανε φαγητό. Συνήλθα κάπως. Μου πήρε τα ρούχα και τα ξεψείριασε…

Με τα πόδια φτάσαμε στο Κριεκούκι. Ξέρω και την απόσταση,  Θήβα – Κριεκούκι είναι 12 χιλιόμετρα! Εκεί είδα νταλίκες γερμανικές. Καβάλησα κρυφά από πίσω σε μια γερμανική νταλίκα και έφτασα στο Μεγάλο Πεύκο. Με μια βάρκα πέρασα απέναντι στη Φανερωμένη. Πάτησα το πόδι μου στην Κούλουρη(=Σαλαμίνα)!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου